Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μπλάνας


ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
                                                                              Γιάννης Γαϊτης , 1952 το τραγούδι της γης


Η πύλη του Άδη: σκοτεινή

πορσελάνη και ατσάλι

γναθοχειρουργικό.

Μπροστά η λύσσα αυτοπροσώπως:

κεφάλι, μάτια, ρύγχος, δόντια κάπρου·

πόδια καμήλας, η ουρά λεπτή με καμάκι

ωκεάνιο στην άκρη· σάρκα: η σάρκα

δέκα αιώνες άνεμος σκαφτιάς

στη φλούδα πεύκου

και τα μαλλιά σχοινιά πλεγμένα αγχόνες

να σέρνονται στη γη,

να προκαλούν την πέτρα και την σκόνη,

κύματα στείρα να σηκώνονται, να πνίγουν

ολόκληρα νησιά με τα σκυλιά και τα παιδιά τους

κι ο φτωχός, για την χρεία ή για το χρέος,

να πουλάει το χωράφι και το αμπέλι

να σπουδάσει τα παιδιά του:

τυφλά, σκουριασμένα,

σαν άχρηστα εργαλεία

(οι Λευκάδιοι στα 1357,

επιμένοντας πως η βία δεν είναι

η φαινομενική αφετηρία του κράτους,

αλλά το συστατικό του αξίωμα – και συνεπώς

πως όσο διαλεκτικά

κι αν σκέφτεται ένας φιλόσοφος

-στην Ιένα ή οπουδήποτε αλλού-

μπορεί να είναι σκατόψυχος )

...............................................................................

....................................... γραμματέας ή φύλακας

η λύσσα: «Πού πηγαίνεις ζωντανέ;

Δεν άκουσες τίποτα για Έννομη Τάξη;»

................................................................................

.......... κόλαση ολοζώντανη ...................................

καθένας με τα κέρδη του και τις απώλειές του

κι όλοι μαζί μια πίστη

―καθολική, αδιαίρετη―

στην παντοδύναμη, ελεύθερη αγορά·

δαίμονες, στρατιές, με βασιλιάδες,

δούκες, άρχοντες, διοικητές, προέδρους —

γλεντοκοπούσαν, έκαιγαν,

έγδερναν, κομμάτιαζαν

χαμένες ψυχές – μαζί κι ο Δάντης

πάνοπλος να προσπαθεί να κρατήσει

ένα κοπάδι Γιβελίνους στον λάκκο τους,

κραυγάζοντας: «Φίδια,

κατράμι και σκορπιοί

το κέρδος σας, καθάρματα.

Πού ακούστηκε αυτοκράτορας μ’ ένα μάτι.

Σπουδαία ανακάλυψη πως τα ελάφια

πηγαίνουν πάντα στην πηγή.

Οι λύκοι; Πού πηγαίνουν

οι λύκοι, άθεοι;»

Και θέριζε σαν τα σπαρτά

τα χέρια που αρπάζονταν

από το χείλος της αβύσσου...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . ένας αβράκωτος (1789, ολογράφως

Ένα-Επτά-Οκτώ-Εννέα) κρατώντας

στα χέρια το κεφάλι του:

«Άσε τις λέξεις ήσυχες, ηλίθιε Ιταλέ.

Ξέρουν τι κάνουν.

Δεν χρειάζονται τον πάπα σου

ούτε άλλη πάθηση. Σε κοροϊδεύουν.

Μόνο το δάσος θα μείνει

και τα κόκαλα των χαμένων στο δάσος,

απ’ τα στιχάκια σου».


Το μεσημέρι πετούσε νωθρά

από νύστα σε νύστα. Επάνω,

οι θάμνοι καίγονταν βαθιά

στις ρίζες τους, τα φύλλα έπαιρναν

μιαν όψη πυρίμαχη, έτοιμη να κομματιάσει την άπνοια,

με την πρώτη ζωντανή παρουσία στο μαρμαρωμένο φως.

Πάνω στη στέγη, ένα παγόνι, σκεφτόταν

κάτι ορθογώνιο. Ζύγισε για μια στιγμή

τη βαρύτητα της μέρας

κι ύστερα εισέβαλε άργυρος

αρχαίος στην κωνοφόρα επικράτεια

των τζιτζικιών.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Περίμεναν τους τραγουδιστές.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτοί γύριζαν τον κόσμο με μια μεγάλη λύρα που ακουγόταν σαν δόρυ σε χάλκινο στέρνο και τραγουδούσαν τις περιπέτειες παλιών ηρώων. Κάποτε είχαν πολλή δουλειά, αλλά την εποχή εκείνη σπάνια τους άκουγαν. Είχαν ήδη εμφανιστεί οι λιμοκοντόροι λυρικοί με τα μικρά, ζωηρά τραγούδια τους. Οι λύρες τους ήταν μικρότερες, στολισμένες με χρυσάφι και έβγαζαν ζαχαρωμένους ήχους. Οι δύστυχοι οι παλιοί τραγουδιστές, παρόλη την επιβλητικότητά τους, έφταναν στο σημείο ν’ αντικαθιστούν τους παλιούς ήρωες με τους νεόπλουτους νοικοκύρηδες, για να βγάλουν το ψωμί τους -γέροντες ψηλοί με μακριές γενειάδες, φαρδιά στήθη και γεροδεμένα χέρια να τρώνε σαν ζητιάνοι στην άκρη του δρόμου ή να μετρούν και να μοιράζονται λίγα νομίσματα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Άρχισαν. Κάτι ξέφυγε

και χάθηκε ασφυκτικά μες στο λιοπύρι.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Δυο άντρες σέρνονταν ανάμεσα σε πτώματα. Ένας άλλος ερχόταν προς το μέρος τους. Τον έπιασαν. Μιλούσαν σιγά, κοφτερά. Ο ένας από τους δυο που σέρνονταν έβγαλε το σπαθί του. Ένα κεφάλι έπεσε στη σκόνη. Ύστερα μακελειό. Άλογα προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Στρατιώτες ξυπνούσαν και πάλευαν ν’ αρπάξουν τα όπλα απ’ την νύστα τους. Ένας δεν ξύπνησε καν. Τον σκότωσαν στον ύπνο. Ήταν ο Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης –Κρίμα!- Το κεφάλι ήταν του Δόλωνα. Τα ερπετά: Οδυσσέας και Διομήδης. Πολιτικοί. Επαγγελματίες ψεύτες. Όταν δεν έκλεβαν περιουσίες, έκλεβαν συνειδήσεις. Παλιά υπόθεση η σαπίλα των ανθρώπων. Μόνο η τρέλα και το αλόγιστο θάρρος φέρνουν πού και πού μιαν αύρα απ’ τη μεριά του ευλογημένου σκότους...

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Κάτι σαν φίδι γλίστρησε

στην ξύλινη ακτή της αντηλιάς...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . γυμνή.

Τα χείλια της φεγγάρι πορφυρό.

Ανάμεσα στα πόδια της, πηγάδι όπου οι λέξεις

νερό και φύλλα τρεμάμενα γλυκά και βαθιά...

Βαθιά όσο που μούσκευαν οι ρίζες απουσία

κι έσταζαν σε τόπο φρικτό, κάτω απ’ τη γη

τρόμο απέραντο και αγωνία κι απελπισία.

Σπήλαια αμέτρητα. Άλλα πέτρα χιονισμένη

κι άλλα μέταλλο φλεγόμενο. Τριγύριζαν.

Κι άλλοι πάγωναν κι έπεφταν οι σάρκες τους

κι άλλοι καίγονταν κι άνοιγε το δέρμα τους

κι τρέχε ποτάμι το αίμα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Ερημιά. . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

ο υποσαχάριος γιος ενός ένδοξου ΧΕΙΜΩΝΑ

―δόλιο κατοικίδιο, χορτασμένο

ψόφια πλεονεξία : μια σταλιά

ξεδοντιασμένη λύσσα―

προσπαθούσε να τρομάξει την σκιά του,

τρομαγμένος απ’ την σκιά του: «Προπαντός

όχι βία. Ο τοκετός

ξεκινά αυθόρμητα, με κεφαλική προβολή,

απομακρύνει από το σώμα της Ιστορίας

το βιώσιμο έμβρυο, σαν περίττωμα.

Τι είναι αυτά. Τι είναι αυτά τα πράγματα.

Πόσες φορές η κυοφορούσα Ιστορία

δεν πέθανε στα χέρια αυτής

της γριάς επαρχιώτισσας μαμής;

Με την καισαρική τομή. . . . . .

Με την καισαρική τομή, λέγω,

αποφεύγονται οι πόνοι του τοκετού

(ολική ή μερική αναισθησία)

δεν τραυματίζεται ο θεσμός

του πατριωτικού αιδοίου

και ο κίνδυνος να πάθει κάτι το νεογέννητο

είναι πολύ μικρός. Πολύ φοβ[ού]μαι . . .

Πολύ φοβ[ού]μαι, λέγω,

πως το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων

ΔΕΝ αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας,

την πραγματική βάση, που πάνω σ’ αυτήν

υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα,

που σ’ αυτό αντιστοιχούν ορισμένες μορφές

της κοινωνικής συνείδησης,

αλλά ένα φάντασμα,

που είχε την ατυχία

να βρίσκεται στη Μόσχα το 1989...»

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Ο ένδοξος Γουέλφος μετρούσε

στίχους και νομίσματα.

Τόσα χρυσά, τόσες τερτσίνες.

Σύνολο: τρεις κύκλοι αθλιότητας,

με 100% τόκο, ακόμα και Δόγης.

Κάπου-κάπου σήκωνε το κεφάλι.

Στην οροφή της κόλασης

φρέσκο του Περουτζίνο:

η τοκογλυφία αισθητική κατηγορία,

τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν

οι μοντερνιστές και να γυρίσουν τα πάντα

ανάποδα: η αισθητική, τοκογλυφία,

σκουπίδια , σκουπίδια, ασύστατοι.

Το γεγονός πως δεν φοράτε μάσκες δεν σημαίνει

πως δεν θα πληρώσετε τις αμαρτίες σας

με τόκο, με τόκο...

. . . . . . . . . . . . . . . έχωνε

κανένα νόμισμα στο στόμα του

και προσπαθούσε ν’ απαγγείλει...

«Ne meo e amin i noa via...»

Άδικος κόπος. Στην πύλη,

η λύσσα ένοιωσε το ξύλο του κορμιού της

να δυσανασχετεί. Έβηξε και σκέφτηκε

πως εκείνη η περιβόητη στήλη άλατος

ήταν σίγουρα ο Λοτ.

«Ψέματα, ψέματα όλα»,

τσίριξε. «Το δέρμα

δεν το ρώτησε κανείς».

Ξαφνικά,

γύρισε και κοίταξε πίσω:

ένα κατάρτι και στη κορφή

ένα πήλινο πουλί

που έκρωζε: «Ψυχή!»